- ἐείκοσι
- εἴκοσιtwentyepic (indeclform numeral)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐείκοσ' — ἐείκοσι , εἴκοσι twenty epic (indeclform numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είκοσι — (AM εἴκοσι και προ φωνήεντος εἴκοσιν Α και επικ. ἐείκοσι και ἐείκοσιν) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα δύο δεκάδων νεοελλ. (ως ουσ. με άρθρο) 1. το είκοσι α) η γραφική παράσταση τού αριθμού β) οτιδήποτε έχει τον αριθμό είκοσι (π.χ. θέση, λαχνός,… … Dictionary of Greek
υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα … Dictionary of Greek
u̯ī-k̂m̥t-ī (*su̯ī-k̂m̥t-ī) — u̯ī k̂m̥t ī (*su̯ī k̂m̥t ī) English meaning: twenty Deutsche Übersetzung: “zwanzig” Note: Root u̯ī k̂m̥t ī (*su̯ī k̂m̥t ī): “twenty” derived from Root se : “reflexive pronoun” + Root (d)ekm̂ ̥, (d)ekm̂ ̥ t, (d)ekû : “ten”. Hence… … Proto-Indo-European etymological dictionary